Ειρήνη Χειλά: Για έναν διαρκή επανακαθορισμό της εξωτερικής πολιτικής

 

Disclaimer: All opinions and arguments expressed by CFIR-GR are personal and do not necessarily reflect those of the organization. 

Source: Ο Κόσμος το 2021, The economist

Ειρήνη Χειλά, Καθηγήτρια Διεθνούς Πολιτικής, Πανεπιστήμιο Πειραιά, Visiting Scholar, George Washington University

Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις τόσο στη γειτονιά της όσο και στον ευρύτερο διεθνή και περιφερειακό περίγυρο. Η συνειδητοποίηση της ανάγκης επίτευξης συμφωνιών, συμμαχιών, συνεργειών και εν γένει συμβολής της χώρας στη συνδιαμόρφωση λειτουργικών «καθεστώτων» για τη διαχείριση των κρίσιμων ζητημάτων της διεθνούς, περιφερειακής αλλά και εσωτερικής πολιτικής αποτελεί όχι μόνο ρεαλιστική επιλογή αλλά και αναγκαιότητα.

Οι ευκαιρίες που ανακύπτουν για συνεργασία είναι συνάρτηση της πολιτικής και ιστορικής συγκυρίας. Η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται από πολιτικές επιλογές του παρελθόντος σε σχέση με το εθνικό συμφέρον όπως αυτό ορίζεται στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία. Υπό αυτήν την έννοια η Ελλάδα δεν είναι πλέον ένα μικρό κράτος «εκτεθειμένο» στον ψυχροπολεμικό ανταγωνισμό παλαιότερων εποχών. Eίναι μέλος της ΕΕ εδώ και δεκαετίες, μέλος του ΝΑΤΟ, σταθερή δημοκρατία, ενώ από το 2018 κατάφερε, μετά από μια παρατεταμένη οικονομική κρίση να ανακάμψει οικονομικά. Διαθέτει ένα σημαντικό κεφάλαιο ιστορικά από το οποίο μπορεί να αντλήσει για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος. Εξάλλου, το παρελθόν είναι αυτό που μας βοηθά να σταθμίσουμε την πρόοδο και να εκτιμήσουμε την τρέχουσα κατάσταση.

Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, η ελληνική εξωτερική πολιτική ήλθε αντιμέτωπη με δομικές αλλαγές και κρίσιμα διλήμματα όπως η άνοδος του φονταμενταλισμού, ο τουρκικός επεκτατισμός, το προσφυγικό και άλλα, τα οποία μαζί με τη διαχείριση της χρηματοοικονομικής κρίσης απαιτούσαν ανάληψη στρατηγικών διαχείρισης των αλληλεπιδράσεών τους και κατανόησης της δυναμικής του διεθνούς συστήματος.

Σε αυτήν τη συγκυρία, η υιοθέτηση μιας πολυκεντρικής πολιτικής που περιλαμβάνει σταθεροποίηση και ενίσχυση των διμερών σχέσεων με στρατηγικούς εταίρους και συμμάχους όπως οι ΗΠΑ αλλά και με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, αξιοποίηση της πολυμερούς διπλωματίας στον ΟΗΕ, ΠΤ, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, αναζήτηση ερεισμάτων με κράτη κλειδιά στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, αφενός μεν ενισχύει τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας ως «ήπιας» δύναμης, αφετέρου λειτουργεί εξισορροπητικά έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού.

Εξάλλου, ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η ισχύς της Ελλάδας δεν βρίσκεται στην ικανότητα πολιτικού εξαναγκασμού, αλλά στη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το διπλωματικό κεφάλαιο των παραδοσιακά καλών σχέσεων που διατηρούσε ανέκαθεν με χώρες της περιοχής, αναδεικνύοντας ένα προφίλ παίκτη που συμβάλλει στην περιφερειακή σταθερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και οι πρωτοβουλίες σύγκλισης τριμερών και πολυμερών Διασκέψεων μεταξύ των χωρών της περιοχής (Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου) με στόχο την από κοινού συζήτηση και επίλυση των κρίσιμων ζητημάτων.

Βρισκόμαστε εμπρός σε μια νέα, ανταγωνιστική αντίληψη στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων

Όλα αυτά αναδεικνύουν το προφίλ μιας χώρας που μπορεί να συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα.

Η σημερινή συγκυρία είναι ιδιαίτερα περίπλοκη και η παγκοσμιοποίηση δοκιμάζεται σε όλες τις εκφάνσεις της (άνοδος μη κρατικών δρώντων, ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ– Κίνας, εμφύλιες συρράξεις, φτώχεια, πανδημία). Οι ΗΠΑ, ως η άλλοτε ηγέτιδα του ελεύθερου κόσμου, δεν κατάφεραν επί προεδρίας Τραμπ να επιβεβαιώσουν αυτόν τον ρόλο. Αντιθέτως, σε αρκετές περιπτώσεις τον υπονόμευσαν διαρρηγνύοντας σχέσεις με παραδοσιακούς συμμάχους σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, προκαλώντας τριγμούς στη με τόσες θυσίες αποκτηθείσα μεταπολεμική ευρωατλαντική ισορροπία, με αποτέλεσμα τα κενά ισχύος που δημιουργήθηκαν να επιδιώξουν να καλύψουν άλλοι πόλοι.

Είναι προφανές λοιπόν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα, ανταγωνιστική αντίληψη στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και σε έναν διαφορετικό κόσμο εκείνου όπου πραξικοπήματα και ευθείες παρεμβάσεις άλλαζαν το πολιτικό σκηνικό σε περιφερειακές χώρες σε συμφωνία με κελεύσματα των μεγάλων δυνάμεων.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική, παρά τους περιορισμούς που επέφερε η μακρόχρονη οικονομική κρίση και οι πολιτικές λιτότητας, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων οικοδομώντας σταδιακά και συστηματικά ένα πλέγμα διμερών και πολυμερών συνεργατικών σχημάτων ασφαλείας με τους ευρωατλαντικούς συμμάχους της αλλά και με κράτη της ευρύτερης περιφέρειας στην οποία ανήκει, με σκοπό την προώθηση των εθνικών της συμφερόντων.

Η προσκόλληση στη διεθνή κανονιστική τάξη και τους διεθνείς θεσμούς, με παράλληλη την ισχυροποίηση της οικονομίας και την ενίσχυση της αμυντικής μας ικανότητας, η συνειδητοποίηση των κυβερνώντων ότι η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι ένα σύνθετο πλέγμα αξιών, συμπεριφορών, δράσεων και παραλείψεων εθνικών δρώντων με διαφορετικά συμφέροντα και προτεραιότητες πρέπει να είναι η αφετηρία κάθε εθνικής πρωτοβουλίας.

Η Ελλάδα θα πρέπει ενόψει των δυσκολιών που όλοι, λαοί, κοινωνίες, κράτη, αντιμετωπίζουν –ιδιαίτερα με αφορμή το δεύτερο κύμα έκρηξης του κορωνοϊού– να είναι «σαν έτοιμη από καιρό» να σταθεί επάξια στο ύψος των στιγμών. Δεδομένων δε των ανοικτών μας θεμάτων (Κυπριακό, Eλληνοτουρκικά, μεταναστευτικό) η υιοθέτηση δράσεων εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει, όπως συμβούλευε και ο Κλαούζεβιτς, να «παραμένει υπό πολιτικό έλεγχο». Που σημαίνει ότι ένα κράτος θα πρέπει να αναλύει, να πράττει και να διαχειρίζεται τις σχέσεις που αναπτύσσονται στην εξωτερική πολιτική σε πολλές διαστάσεις ταυτόχρονα, εκτιμώντας τις σχέσεις ισχύος σε μία δεδομένη ιστορική στιγμή και επανεξετάζοντάς τις σε μια άλλη. Η στάθμιση της σχέσης κόστους–οφέλους μιας απόφασης καθιστά επιτακτική την ανάγκη ορθολογικής εκτίμησης των συνθηκών που διαμορφώνουν τις δράσεις των εμπλεκομένων δρώντων–παικτών με παράλληλη προώθηση των θέσεών μας σε εταίρους και διεθνείς οργανισμούς. Η εξίσωση δεν είναι εύκολη, αλλά είναι εφικτή με κατάλληλους διπλωματικούς χειρισμούς, στρατηγικό σχεδιασμό και –εξίσου σημαντικό– αποσύνδεση της εξωτερικής πολιτικής από εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις και μικροπολιτικές σκοπιμότητες.